- νησιάζω
- νησιάζω (Α) [νήσος]1. νησίζω*2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» — χερσόνησος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νησιάζοντα — νησιάζω peninsular pres part act neut nom/voc/acc pl νησιάζω peninsular pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιαζούσης — νησιάζω peninsular pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιάζειν — νησιάζω peninsular pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιάζεται — νησιάζω peninsular pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιάζουσαν — νησιάζω peninsular pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιῶνται — νησιάζω peninsular fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek